- αμφιπονούμαι
- ἀμφιπονοῡμαι (-έομαι) (Α)1. φροντίζω, προσέχω, προνοώ2. (το ουδέτερο τής παθητικής μετοχής τού ενεστώτα ως ουσιαστικό) τὰ ἀμφιπονούμενα, μέρη τού σώματος στην ίδια περιοχή, που έχουν προσβληθεί από νόσο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι-* + πονῶ «μοχθώ, κοπιάζω»].
Dictionary of Greek. 2013.